Η EUROASPIRE IV αποκαλύπτει τις επιτυχίες και τις προκλήσεις της δευτερογενούς πρόληψης της καρδιαγγειακής νόσου σε όλη την Ευρώπη

19/9/2013

Άμστερνταμ, Ολλανδία - Tρίτη 3 Σεπτέμβρη 2013 / Οι EUROASPIRE μελέτες αποτελούν μέρος της ESC’s EORP programme1 και παρακολουθούν τον τρόπο ζωής, τους παράγοντες κινδύνου και τη χρήση φαρμάκων με καρδιοπροστατευτική δράση στην Ευρώπη. Τα αποτελέσματα από 24 χώρες στο νοσοκομειακό σκέλος της EUROASPIRE IV παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο ESC Congress 2013. Το σκέλος της πρωτογενούς φροντίδας θα διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο.

Τα στοιχεία συλλέχθηκαν με τη χρήση τυποποιημένων μεθόδων κατά τη χρονική περίοδο Μάιο 2012 - Απρίλιο 2013, σε 7.998 ασθενείς ηλικίας < 80 ετών με εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο (25 % γυναίκες, μέση ηλικία 64 ετών, το ένα τρίτο < 60 ετών). Οι ασθενείς είχαν νοσηλευθεί τα τελευταία χρόνια για τη στεφανιαία καρδιακή νόσο. Είχαν δώσει στοιχεία για το ιστορικό τους και εξετάστηκαν κλινικά για τη μελέτη από 6 μήνες έως 3 έτη (μέσος όρος 1,35 χρόνια) μετά το επεισόδιο που τους οδήγησε στο νοσοκομείο.

Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας (BMI> 30kg/m2 ) ήταν 38% (36 % άνδρες, 44% γυναίκες). Η παχυσαρκία κυμαίνεται μεταξύ 25% και 30% σε κέντρα στη Βοσνία -Ερζεγοβίνη, την Ολλανδία, τη Σερβία και τη Σουηδία, μέχρι και περισσότερο από 45% σε κέντρα στη Ρουμανία, τη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Σλοβενία​​.

Ο επιπολασμός της κεντρικής παχυσαρκίας (περίμετρος μέσης > 88cm στις γυναίκες, > 102 cm στους άνδρες) ήταν 58 % (53 % στους άνδρες, 75% στις γυναίκες). Ο καθηγητής Guy De Backer (Belgium) δήλωσε: "Η παχυσαρκία είναι λίγο περισσότερο από το διπλάσιο από τα αναμενόμενα επίπεδα για αυτή την ηλικιακή ομάδα. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το 38% των παχύσαρκων ασθενών δεν σχεδίαζαν για την απώλεια βάρους και στο 20% δεν είχε ειπωθεί ποτέ το ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το βάρος τους.

Ο επιπολασμός του διαβήτη ήταν 40%, όπου το 27% γνώριζε ότι έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και το 13% δεν γνώριζε το πρόβλημα, με γλυκόζη ορού νηστείας > 7.0 mmol / L κατά τη διάρκεια της μελέτης. Από αυτούς με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη, το 53% είχε HbA1c < 7% που σημαίνει ότι ήταν καλά ελεγχόμενη. Ο καθηγητής De Backer είπε: ¨Στους ενήλικες αυτής της ηλικίας θα περιμέναμε επιπολασμό του διαβήτη 10-15%, άρα τα ευρήματά μας, δηλαδή το 40% είναι εξαιρετικά υψηλά. Ανάμεσα σε αυτούς που διαγνώστηκαν με διαβήτη, είχαν ανεξέλεγκτη HbA1c ( > 7% ) λιγότερο από το 35% των ασθενών σε κέντρα στο Βέλγιο και τη Φινλανδία και περισσότερο από το 55% των ασθενών σε κέντρα στη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Γαλλία, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο¨.

Καπνιστές ήταν (self reported or >10ppm CO in expired breath) το 16% των ασθενών (το 18% των ανδρών, το 11% των γυναικών, το 34% των < 50 ετών). Από τους ασθενείς που ήταν καπνιστές πριν από τη νοσηλεία 51% εξακολουθούσαν να καπνίζουν 1,3 χρόνια αργότερα. Ο καθηγητής De Backer είπε: ¨Το κάπνισμα εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, ειδικά σε νεότερους ασθενείς¨.

Ο επιπολασμός της υψηλής αρτηριακής πίεσης ( > 140/90mmHg ) ήταν 39% (εύρος 24-56% ), ενώ το 11% των ασθενών είχαν υπέρταση βαθμού 2 ( > 160/100mmHg ). Αντιυπερτασικά φάρμακα που χρησιμοποιούσε το 78% των ασθενών (εύρος 52-94%), εκ των οποίων το 58% είχε καλά ελεγχόμενη αρτηριακή πίεση (< 140/90mmHg.

Περίπου 87% των ασθενών που έπαιρναν φάρμακα για την υπερλιπιδαιμία (σχεδόν αποκλειστικά στατίνες) (εύρος 75-95 % ). Από αυτούς, το 58% είχε επίπεδα LDL-C από < 2,5 mmol / L ( 100 mg / dL ), αλλά μόνο το 21% πέτυχε επίπεδα LDL -C στο στόχο < 1,8 mmol / L ( 70mg/dL ). Οι περισσότεροι ασθενείς (94%) λάμβαναν αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα και το 83% λάμβανε β-αναστολείς.

Οι περισσότεροι ασθενείς (94%) δήλωσαν ότι συμμορφώνονταν πλήρως (74%) ή σχεδόν συμμορφώνονταν (20%), στη φαρμακευτική τους αγωγή. Ο καθηγητής De Backer είπε: ¨Αυτά τα ευρήματα δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς των γιατρών, ότι οι ασθενείς δεν λαμβάνουν τα φάρμακα που τους συνταγογραφούν¨.

Μόνο οι μισοί (51%) των ασθενών έλαβαν συμβουλές για να παρακολουθήσουν προγράμματα αποκατάστασης και πρόληψης (εύρος 0-95%), και από αυτούς το 72%, το παρακολούθησαν πλήρως. Ο καθηγητής De Backer είπε: ¨Ορισμένες χώρες δεν έχουν προγράμματα για την δευτερογενή πρόληψη και αποκατάσταση, ενώ σε άλλες είναι συνήθης πρακτική. Οι περισσότεροι ασθενείς ακολουθούν συμβουλές για να παρακολουθήσουν τέτοια προγράμματα, οπότε η πρόκληση είναι να επιτευχθεί ευρύτερη εφαρμογή σε ολόκληρη την Ευρώπη σε όλες τις χώρες¨.