Ακόμη και η παροδική απώλεια βάρους βοηθά την υγεία της καρδιάς

Η απώλεια βάρους σε οποιαδήποτε ηλικία στους ενήλικες - ακόμη και αν δεν διατηρηθεί - αξίζει, διότι μπορεί να επιφέρει μακροχρόνια οφέλη για την καρδιαγγειακή υγεία, σύμφωνα με μια μοναδική επιδημιολογική μελέτη 60ετίας. Η έρευνα εξέτασε την δια βίου επίδραση του μοντέλου μεταβολής του σωματικού βάρους - μεταβολή του δείκτη μάζας σώματος (BMI) - στους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και στην πάχυνση του μέσου χιτώνα των καρωτίδων (cIMT) σε άτομα ηλικίας 60 έως 64 ετών.

Όσο νωρίτερα ένας ενήλικας έχει αποκτήσει περιττό βάρος, τόσο χειρότερο είναι το προφίλ του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου: αυξημένη επίπτωση διαβήτη, αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση, μεγαλύτερη cIMT, υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης, και μειωμένα επίπεδα αντιπονεκτίνης.

Ωστόσο, τα άτομα που έχασαν αρκετό βάρος στα '30, '40, '50, ή '60 τους,  σε βαθμό που να αλλάξουν κατηγορία BMI (από την κατηγορία του παχύσαρκου στην κατηγορία του υπέρβαρου ή από την κατηγορία του υπέρβαρου στη κατηγορία του φυσιολογικού βάρους) - ακόμη και αν ανέκτησαν πάλι το βάρος τους - είχαν μέση cIMT αργότερα στη ζωή τους, που ήταν 0,034 χιλιοστά χαμηλότερη από ό, τι τα άτομα που ήταν πάντα υπέρβαρα ή παχύσαρκα στην ενήλικη ζωή τους.

Αυτή η διαφορά προβλέπει περίπου 9% χαμηλότερη συχνότητα τόσο για εγκεφαλικό επεισόδιο όσο και έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΜΙ), λένε οι συγγραφείς.

¨Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι μπορούν να προκύψουν καρδιαγγειακά οφέλη από την απώλεια βάρους στην ενήλικη ζωή, ανεξάρτητα από το πότε επιτυγχάνεται αυτή η απώλεια βάρους, και υποστηρίζουν πολιτικές δημόσιας υγείας για αλλαγές στον τρόπο ζωής για την πρόληψη και τη διαχείριση των υπέρβαρων και των παχύσαρκων ατόμων σε όλες τις ηλικίες,¨ καταλήγουν.

Το άρθρο, της Marietta Charakida, PhD, University College London, United Kingdom, και των συνεργατών της, δημοσιεύετηκε διαδικτυακά στις 21 Μαϊου 2014 στο  Lancet Diabetes & Endocrinology.

Μοναδική έρευνα με παρακολούθηση 60 ετών: Τα παχύτερα άτομα είχαν 2.5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη.

 Το περιττό σωματικό λίπος συσχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, υπέρταση στην ενήλικη ζωή και εξέλιξη αρτηριακής νόσου. Η απώλεια βάρους συνδέεται με βελτίωση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, αν και όχι απαραίτητα και με την έκβαση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σημειώνουν οι συγγραφείς. Επιπλέον, τα περισσότερα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα που χάνουν βάρος, το ανακτούν, λένε οι ερευνητές.

Η Βρετανική μελέτη, που βασίστηκε σε γεννήσεις το 1946, παρείχε μια μοναδική ευκαιρία για αξιολόγηση του αντίκτυπο της δια βίου παχυσαρκίας στους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και στην  cIMT στην μετέπειτα ζωή των ατόμων.

Στο εθνικό αντιπροσωπευτικό δείγμα συμμετείχαν 5362 μωρά που γεννήθηκαν το 1946 στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία. Η μελέτη συμπεριέλαβε 1273 από 2856 από τους συμμετέχοντες που κρίθηκαν κατάλληλοι για την μελέτη (45%) στην ηλικία των 60 – 64 ετών.

Ο BMI εκτιμήθηκε σε παιδική ηλικία (2, 4, 6, 7, και 11 ετών) και στην ενήλικη ζωή (36, 43, 53, και 60-64 ετών). Αξιολόγησαν επίσης πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου στην ενήλικη ζωή, συμπεριλαμβανομένης της cIMT - μια επαναλήψιμη, μη επεμβατική μέτρηση της εξέλιξης της αθηροσκλήρωσης και των καρδιαγγειακών συμβαμάτων – στην ηλικία των 60 – 64 ετών.

Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία αυξάνεται με την ηλικία. Στην ηλικία των 36, το 27% των συμμετεχόντων ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, αλλά στην ηλικία των 60 έως 64, το 67% των συμμετεχόντων βρισκόταν σε αυτές τις κατηγορίες. Από τα παιδιά που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα, το 67% παρέμειναν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ως ενήλικες.

Μόνο το 15% των συμμετεχόντων στη μελέτη έχασε βάρος κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, και μόνο το 2% κατάφερε να μην το επανακτήσει.

Στην ηλικία των 60 έως 64, σε σύγκριση με τα άτομα φυσιολογικού βάρους, όσοι ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι είχαν αυξημένες συγκεντρώσεις των δεικτών φλεγμονής, της λεπτίνης και της HbA1c, αυξημένη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, και 2,48 φορές αυξημένη πιθανότητα για διαβήτη τύπου 2.

Η μείωση στην κατηγορία BMI, ακόμη και αν δεν διατηρηθεί, συσχετίστηκε με μειώσεις στην cIMT και βελτίωση στο προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου.
Τα οφέλη για την καρδιά είναι παρόμοια με αυτά της διακοπής του καπνίσματος.

Η επίπτωση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας σε αυτήν την ομάδα είναι παρόμοια με εκείνη που παρατηρήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες ή άλλους δυτικούς πληθυσμούς και δείχνει πώς το περιττό σωματικό βάρος είναι πλέον ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας, σημείωσε.

Τα αποτελέσματα της  μελέτης δείχνουν ότι ¨όπως και η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία, όσον αφορά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο¨ δήλωσε.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι σε ασθενείς με διαβήτη, η αύξηση του BMI κατά κανόνα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο, ενώ ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός στα άτομα με BMI 35 ή μεγαλύτερο, πρόσθεσε ο Dr. Hu.
Αν και είναι ενθαρρυντικό, το γεγονός ότι ακόμα και η παροδική απώλεια βάρους κατά την ενήλικη ζωή φαίνεται να έχει καρδιαγγειακά οφέλη, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να προληφθεί η αύξηση του σωματικού βάρους αρχικά, στη μέση ηλικία και στην ηλικία μετά τα 20 έτη.

¨Η πρόληψη της αύξησης του βάρους είναι πιο σημαντική από την απώλεια βάρους, καθώς όταν ένα άτομο γίνεται παχύσαρκο, [μπορεί να] είναι σχετικά εύκολη η απώλεια βάρους σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, σημειώνει ο Dr. Hu.

¨Η απώλεια βάρους και η διατήρηση μπορεί να διευκολυνθεί από καμπάνιες δημόσιας υγείας, μεταδίδοντας εκπαιδευτικά μηνύματα στο ευρύ κοινό και με επαγγελματική βοήθεια και συμβουλές από γιατρούς, νοσηλευτές και διαιτολόγους. Είναι πιο σημαντικό, η πολιτική για τη δημόσια υγεία χρειάζεται  για να αλλάξει τα τρόφιμα και το περιβάλλον που προκαλούν παχυσαρκία, έτσι ώστε οι υγιεινές επιλογές να είναι εύκολες και προκαθορισμένες¨, καταλήγει.