Η φροντίδα των ασθενών με διαβήτη βελτιώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά απέχει ακόμη από τους ιδανικούς στόχους

15/5/2013

Ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου και οι προληπτικές στρατηγικές βελτιώθηκαν μεταξύ των ενηλίκων με διαβήτη στις ΗΠΑ, μεταξύ 1999 και 2010, αλλά εξακολουθούν να μην είναι ιδανικές , σύμφωνα με μια δημοσίευση στις 25 Απριλίου 2013, στο New England Journal of Medicine.

Στη μελέτη εξετάστηκαν περισσότεροι από 100.000 ενήλικες με αναφερόμενο σακχαρώδη διαβήτη και διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας, υπήρξαν αυξήσεις στο ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τους συνιστώμενους στόχους, για τον έλεγχο της γλυκόζης αίματος (αύξηση 7,9%), των εξατομικευμένων γλυκαιμικών στόχων (αύξηση 9,4%),της αρτηριακής πίεσης (αύξηση 11,7%) και της LDL χοληστερόλης (αύξηση 20,8%). Περαιτέρω, ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου μειώθηκε κατά 2.8 - 3.7 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, μόνο το ένα τρίτο έως το ήμισυ των ασθενών πέτυχαν τους στόχους για τον έλεγχο της γλυκόζης αίματος, της πίεσης του αίματος ή χοληστερόλης LDL, ενώ τα ποσοστά για τη χρήση του καπνού παρέμειναν αμετάβλητα. Μόνο το 14,3% πέτυχε τους στόχους και για τις τρείς παραμέτρους καθώς και για τη χρήση καπνού.

Οι συγγραφείς τονίζουν ότι παρά το γεγονός ότι υπήρξαν βελτιώσεις στον έλεγχο παραγόντων κινδύνου και την τήρηση των προληπτικών πρακτικών κατά τη δεκαετία 1999-2010, η χρήση του καπνού παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, και σχεδόν το ήμισυ των Αμερικανών ενηλίκων που πάσχουν από διαβήτη δεν ανταποκρίνονται στους συνιστώμενους στόχους για τη φροντίδα του διαβήτη.

Επιπλέον, με τη συνεχιζόμενη αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης του διαβήτη φαίνεται ότι ο απόλυτος αριθμός των πληγέντων και των ατόμων με ανεπαρκή έλεγχο των παραγόντων κινδύνου θα συνεχίζει να αυξάνεται και καταλήγουν ότι η συνέχιση της προσπάθειας για την αξιολόγηση του ελέγχου του διαβήτη σε εθνικό επίπεδο είναι ιδιαίτερα σημαντική για να διατηρηθούν οι βελτιώσεις στη φροντίδα των ασθενών αυτών.

ΠΗΓΗ
Achievement of Goals in U.S. Diabetes Care, 1999–2010

Mohammed K. Ali, M.B., Ch.B., M.B.A., Kai McKeever Bullard, M.P.H., Ph.D., Jinan B. Saaddine, M.D., M.P.H., Catherine C. Cowie, M.P.H., Ph.D., Giuseppina Imperatore, M.D., Ph.D., and Edward W. Gregg, Ph.D.

N Engl J Med 2013; 368:1613-1624April 25, 2013DOI: 10.1056/NEJMsa1213829

http://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMsa1213829