Η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου σε ασθενείς  με καρδιαγγειακή νόσο

22/4/2013

Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία ότι η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση συσχετίζεται με την ανάπτυξη των καρδιακών παθήσεων, αλλά, μέχρι στιγμής, λίγες μελέτες έχουν ερευνήσει την επίδρασή της στην επιβίωση μετά από καρδιακή προσβολή (έμφραγμα του μυοκαρδίου) και τα ευρήματα  είναι  ξεκάθαρα. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι ασθενείς από φτωχότερα στρώματα συχνά ζουν σε πιο υποβαθμισμένες περιοχές με τα υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης του αέρα και ότι τείνουν να έχουν χειρότερη πρόγνωση μετά τη διάγνωση καρδιακών προβλημάτων σε σχέση με  τους ασθενείς  καλύτερης  κοινωνικοοικονομικής κατάστασης . Πι θανόν  η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να εξηγήσει, εν μέρει, τις διαφορές στην πρόγνωση μεταξύ των ασθενών με καρδιακή προσβολή και  διαφορετικά υπόβαθρα.

Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε online στο European Heart Journal  στις 19 Φεβρουαρίου 2013,  η ατμοσφαιρική ρύπανση συμβάλλει στην αύξηση του αριθμού των θανάτων μεταξύ των ασθενών που έχουν εισαχθεί στο νοσοκομείο με καρδιακή προσβολή.

Στη  μεγαλύτερη μελέτη μέχρι τώρα που διερεύνησε  τη σχέση  μεταξύ των λεπτών αερομεταφερόμενων σωματιδίων (PM) και την επιβίωση των ασθενών μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ACS) βρέθηκε ότι τα  ποσοστά θανάτου αυξάνονται  με την αύξηση της έκθεσης σε PM2.5 (μικροσκοπικά σωματίδια με διάμετρο 2.5 μm ή λιγότερο, περίπου 30 φορές μικρότερα από μια ανθρώπινη τρίχα). Η ποσότητα PΜ στον αέρα μετράται ως μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα (μg/m3). Οι κύριες πηγές του PM2.5 στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι εκπομπές από τις οδικές μεταφορές και τη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα αρχεία  154.204 ασθενών που επέζησαν μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο για οξύ ισχαιμικό σύνδρομο, στην Αγγλία και την Ουαλία μεταξύ 2004-2007 και τα συσχέτισαν με τις συγκεντρώσεις ρύπων στον  αέρα για την περίοδο 2004-2010. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν μέχρι το τέλος της μελέτης, τον Απρίλιο του 2010 ή τον θάνατό τους, όποιο από τα δύο είχε  συμβεί νωρίτερα. Κατά τη μέση περίοδο παρακολούθησης 3,7 χρόνια, υπήρχαν 39.863 θάνατοι. Οι ερευνητές προσάρμοσαν  τα αποτελέσματά τους  λαμβάνοντας  υπόψη το φύλο, την ηλικία των ασθενών, ιατρικό ιστορικό, θεραπείες και φάρμακα, το κάπνισμα , οι κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως το εισόδημα, την εκπαίδευση και την απασχόληση, και τόπος διαμονής .

Οι ερευνητές βρήκαν  ότι για κάθε αύξηση 10μg/m3 σε PM2.5 υπήρξε 20% αύξηση του ποσοστού θανάτου. Για παράδειγμα, στο  ένα έτος  παρακολούθησης μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο για οξύ ισχαιμικό σύνδρομο  από ασθενείς είχαν εισαχθεί με ACS, θα υπήρχαν  20% περισσότεροι θάνατοι μεταξύ των ασθενών που εκτέθηκαν  σε επίπεδα PM2.5  20 μg/m3, σε σύγκριση με ασθενείς που εκτέθηκαν σε επίπεδα PM2.5  10μg/m3.

Εκτιμάται ότι τα ποσοστά θανάτου μεταξύ των ασθενών με καρδιακή προσβολή, θα μειωθούν κατά περίπου 12%, εάν δεν εκτεθούν σε υψηλά επίπεδα PM2.5.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο ότι τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν τη σύνδεση μεταξύ PM2.5 και αυξημένων  ποσοστών  θανάτου σε επιζώντες μετά από οξύ ισχαιμικό σύνδρομο και τονίζουν ότι  η μείωση των επιπέδων των PM2.5 θα οδηγήσει σε αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και επομένως αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία.

Να τονίσουμε ότι  η ευθύνη για τον έλεγχο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης  βρίσκεται  στις εκάστοτε εθνικές κυβερνήσεις. Ωστόσο οι καρδιολογικές εταιρείες πρέπει να διαμορφώσουν επιστημονικές δηλώσεις σχετικά με τη ρύπανση του αέρα και την επίπτωση της στα καρδιαγγειακά νοσήματα,  προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν κυβερνήσεις,  γιατροί  αλλά και το κοινό.

Πηγή:
Long-term exposure to air pollution is associated with survival following acute coronary syndrome"

Cathryn Tonne and Paul Wilkinson.

European Heart Journal. doi:10.1093/eurheartj/ehs480 

http://eurheartj.oxfordjournals.org/content/early/2013/02/18/eurheartj.ehs480.full.pdf+html